''Δεν τους αντέχω βρε συνέλληνες, γύρω μου. Δεν μπορώ να περπατάω ανάμεσα τους, να με παρενοχλούν, να με κοιτάζουν πονηρά, απειλητικά…. Καλά έξω, μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς και εάν είναι μαρτύριο, πω, πω, αυτη η μυρωδιά τους, γιατί βρομοκοπάνε πώς να το κάνουμε.. Ασφυξία μέσα στο μετρό, στο λεωφορείο, μπόχα, απλυσιά! Δεν τους αντέχω, στην καφετέρια, δεν μπορώ να πιω έναν καφέ ήρεμα, κάθονται και εκείνοι γύρω μου, με τις αγριογκαρίδες τους, απολίτιστοι, φωνάζουν επιδεικτικά για να τους προσέξουμε, ότι είναι ΕΚΕΙ, σαν να είναι στο χωράφι του χωριού τους, γκαρίζουν, έτοιμοι να αρπαχτούν, να κάνουν φασαρία, να δείξουν την ψευτομαγγιά τους. Στις ταβέρνες, στα μπαρ, στις πλατείες, στις παραλίες, είναι παντού, είναι εκατομμύρια, σαν τα μυρμήγκια, είναι ΕΦΙΑΛΤΗΣ![...]''